- ανάλεκτος
- -η, -ο1. εκλεκτός, διαλεγμένος.2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα ανάλεκτα ποικίλου περιεχομένου εργασίες που δημοσιεύονται μαζί: Κυκλοφόρησαν τα « Ανάλεκτα» του Α συγγραφέα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.