ανάλεκτος

ανάλεκτος
-η, -ο
1. εκλεκτός, διαλεγμένος.
2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα ανάλεκτα ποικίλου περιεχομένου εργασίες που δημοσιεύονται μαζί: Κυκλοφόρησαν τα « Ανάλεκτα» του Α συγγραφέα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανάλεκτος — ον (Α ἀνάλεκτος) [ἀναλέγω] 1. επίλεκτος, εκλεκτός, εξαίρετος 2. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα ανάλεκτα υπολείμματα τής τροφής μετά το δείπνο …   Dictionary of Greek

  • ἀναλέκτους — ἀνάλεκτος select masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλέγω — (Α ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) [λέγω (ΙΙ)] μσν. νεοελλ. εκλέγω, διαλέγω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. μαλώνω, επιπλήττω 3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχω ΙΙ. μέσ. 1. διηγούμαι, εξιστορώ 2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι 3. αισθάνομαι τάση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”